συμπερίληψη

συμπερίληψη
η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμπεριλαμβάνω, το να συμπεριλαμβάνει κανείς κάτι ή κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπεριλαμβάνω. Η λ., στον λόγιο τ. συμπερίληψις, μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμπεριλήψῃ — συμπεριλαμβάνω gather together fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… …   Dictionary of Greek

  • παράλειψη — η / παράλειψις, είψεως, ΝΑ [παραλείπω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραλείπω, η αγνόηση ή παράβλεψη από σκοπιμότητα ή από αμέλεια 2. παρασιώπηση 3. σχήμα λόγου κατά το οποίο ένα γεγονός αποσιωπάται προκειμένου να δοθεί ιδιαίτερη σημασία… …   Dictionary of Greek

  • περιένεξις — έξεως, ἡ, Μ συμπερίληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < απρμφ. περιενεγκεῖν τού περιφέρω] …   Dictionary of Greek

  • προσορισμός — ὁ, Α [προσορίζω] το αποτέλεσμα τού προσορίζω*, η συμπερίληψη ενός τόπου εντός τών ορίων μιας επικράτειας …   Dictionary of Greek

  • Χαμ — Βιβλικό πρόσωπο, δευτερότοκος γιος του Νώε. Ο πατέρας του τον καταράστηκε, εξαιτίας της ανευλάβειάς του, να υποδουλωθεί, αυτός και οι απόγονοί του, στους Σημίτες. Οι απόγονοι του X., που λέγονται από το όνομά του Χαμίτες, ήταν, κατά το ι’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”